ὁδός

ὁδός
ὁδός, (οὐδός once in Hom., Od.17.196):
I of Place, way, road, Il.12.168, 16.374, IG12.878, al. ;

ἱππηλασίη ὁ. Il.7.340

;

λαοφόρος 15.682

;

ὁ. ἁμαξιτός Pi.N.6.54

; ὁ. ἱερά, to Eleusis, Paus.1.36.3, cf. IG12.881 ;

βασιλικὴ ὁ. PPetr.3p.65

(iii B.C.), PSI8.917.8 (i A. D.) ; ποταμοῦ ὁ. course, channel of a river, X.Cyr.7.5.16 ;

ὁ. ἀκοντίου Antipho 3.4.5

: with expression of the direction,

ὁδὸς ἐς . . Od. 22.128

;

ἡ ὁ. ἡ εἰς ἄστυ Pl.Smp.173b

;

ἐπί . . Id.Phdr.272c

; τὴν εὐθὺς Ἄργους . . ὁ. leading straight to Argos, E.Hipp.1197 ; τῆς ἀληθείας ὁ. the way to truth, Id.Fr.289 ; cf.

νόστος 1.1

.
2 with Preps.,

πρὸ ὁδοῦ

further on the way, forwards,

Il.4.382

(cf. φροῦδος) ; later, = προὔργου, profitable, useful, πρὸ ὁ. εἶναι πρός τι to be helpful towards . . , Arist.Cael.292b9, cf. Metaph.1044a24 ;

πρὸ ὁδοῦ γέγονεν Id.Pol.1338a35

, cf. D.Prooem.34 ;

κατ' ὁδόν

by the way,

Hdt.1.41

,111 ; κατὰ τὴν ὁ. along the road, Pl.Smp.174d, cf. infr. 111.3 ; ἐκ τῆς ὁ. on his road, Hdt.1.157 (but ἄνθρωπος ἐξ ὁ. 'the man in the street', Eup.25 D.) ; ἐν ὁδῷ on a road, Hdt.1.114 ;

ἐν τῇ ὁ. μέσῃ Id.3.76

(but ἐν ὁ. καθελών Lexap.D.23.53, expld. by ἐν λόχῳ καὶ ἐνέδρᾳ by Harp. s.v. ὁδός) ; ὁδοῦ πάρεργον by the way, cursorily, Cic.Att.5.21.13,7.1.5, Gal.11.607.
3 ὁδός is freq. omitted,

ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους Pl.Ly. 203a

; ἡ ἐπὶ θανάτου, v. θάνατος ; cf. τηνάλλως.
II as an Action, travelling, journeying, whether by land or water, journey, voyage, Od.2.285,8.150, etc.;

τρίποδας ὁ. στείχει A.Ag.80

(anap.);

τὰν νεάταν ὁ. στείχουσαν S.Ant.807

(lyr.) ;

ὁ. ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή Heraclit. 60

; also, expedition, foray,

ὁδὸν ἐλθέμεναι Il.1.151

, cf. A.Th.714 ; τριήκοντα ἡμερέων . . ὁ. a thirty days' journey, Hdt.1.104, cf. 206 ; also

ὅσον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὁδόν Id.3.5

(codd., ὁδοῦ edd.) ;

ἄστρων ὁδοί E. El.728

(lyr.): as acc. cogn. with Verb of motion, τὴν ὁ. ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν by or in which . . , Il.6.292 ; οὐρανοῦ τέμνων ὁ. . . Ἥλιε, metaph. from a ship, E.Ph.1 (but in Prose ὁ. τέμνειν is to make a road, Th.2.100, Pl.Lg.810e) ; similarly where ὁ. is road,

μέσην ἔρχευ τὴν ὁ. Thgn.220

;

ὁ. χωρεῖν Th.3.24

; ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁ., from Delphi, Hdt.6.34.
III metaph., way or manner,

πολλαὶ δ' ὁ. . . εὐπραγίας Pi.O.8.13

;

γλώσσης ἀγαθῆς ὁδός A.Eu.989

(anap.) ; θεσπεσία ὁ. the way or course of divination,
Id.Ag.1154(lyr.);

μαντικῆς ὁ. S.OT311

;

οἰωνῶν ὁδοῖς Id.OC1314

;

σῶν ὁ. βουλευμάτων E.Hec.744

;

γνώμης Id.Hipp.290

; λογίων ὁ. their way, intent, Ar.Eq.1015 ;

εὐτελείας ὁ. Jul.Or.6.198d

.
2 a way of doing, speaking, etc.,

τῆσδ' ἀφ' ὁδοῦ διζήσιος Parm.1.33

, cf. 8.18 ; τριφασίας ἄλλας ὁ. λόγων ways of telling the story, Hdt.1.95, cf. 2.20,22 ; but τριφασίας ὁ. τρέπεται turns into three forms, Id.6.119 ;

ἄδικον ὁ. ἰέναι Th.3.64

; ὁ. ἥντιν' ἰών by what course of action, Ar.Pl.506, cf. Nu.75 ;

ἢν ἔχομεν ὁ. λόγων Id.Pax733

;

μία δὴ λείπεται . . ὁ. Pl.Smp.184b

.
3 method, system, Id.Sph.218d, Arist.APr.53a2, al.;

ὁδῷ

methodically, systematically,

Pl.R.533b

, Stoic.2.39, etc. ; so

καθ' ὁδόν Pl.R.435a

;

τὴν διὰ τοῦ στοιχείου ὁ. ἔχων ἔγραφεν Id.Tht.208b

(cf.

διέξοδον 208a

).
4 of the Christian Faith and its followers, Act.Ap.9.2, 22.4, 24.14. (Root sed- 'go', in Skt. sad-, ā-sad- 'come to', 'reach', OSlav. choditi 'go'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… …   Dictionary of Greek

  • ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”